ἐπαναγορεύω

Revision as of 12:32, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2.<br")

English (LSJ)

proclaim publicly:—impers. in Pass., ἐπαναγορεύεται proclamation is made, Ar.Av.1071.

German (Pape)

[Seite 899] laut verkündigen, Ar. Av. 1071.

French (Bailly abrégé)

publier, proclamer hautement.
Étymologie: ἐπί, ἀναγορεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαναγορεύω: объявлять, оповещать, pass. быть объявляемым Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανᾰγορεύω: ἀναγορεύω, διακηρύττω δημοσίᾳ· - ἀπρόσωπ. ἐν τῷ Παθ. ἐπαναγορεύεται, γίνεται προκήρυξις, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1072.

Greek Monolingual

ἐπαναγορεύω (Α)
1. αναγορεύω, διακηρύσσω δημόσια
2. απρόσ. ἐπαναγορεύεται
γίνεται προκήρυξη («ἐπαναγορεύεται, ἤν ἀποκτείνη τις ὑμῶν Διαγόραν τὸν Μήλιον, λαμβάνειν τάλαντον», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ἐπανᾰγορεύω: διακηρύσσω δημόσια· απρόσ. στην Παθ. ἐπαναγορεύεται, γίνεται προκήρυξη, σε Αριστοφ.

Middle Liddell


to proclaim publicly:—impers. in Pass., ἐπαναγορεύεται proclamation is made, Ar.