προκήρυξις
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
English (LSJ)
προκηρύξεως, ἡ, proclamation by herald, Thphr. Fragmenta 97.2 (pl.), Wilcken Chr.41 iii 37 (iii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
προκήρυξις: προκηρύξεως, ἡ, τὸ προκηρύσσειν διὰ κήρυκος Θεόφρ. παρὰ Στοβ. 281. 10.
Greek Monolingual
η / προκήρυξις, προκηρύξεως, ΝΑ προκηρύσσω
διακήρυξη, γνωστοποίηση μέσω κήρυκα, διαλάλημα, τελάλισμα
νεοελλ.
1. επίσημη δημόσια προαναγγελία που αναφέρεται σε μελλοντική ενέργεια (α. «προκήρυξη δημοπρασίας» β. «προκήρυξη διαγωνισμού»)
2. έντυπη ανακοίνωση πολιτικής, συνδικαλιστικής ή άλλης οργάνωσης που απευθύνεται συνήθως σε ορισμένους κύκλους παραληπτών («συνελήφθη επειδή μοίραζε επαναστατικές προκηρύξεις»)
3. (νομ.) αυτοδέσμευση με δημόσια δήλωση για καταβολή αμοιβής σε όποιον εκτελέσει μια ειδικά καθοριζόμενη πράξη.
Translations
prophecy
Afrikaans: voorspelling; Albanian: profeci; Amharic: ትንቢት; Arabic: نُبُوءَة, تَنَبُّؤ; Armenian: մարգարեություն; Azerbaijani: peyğəmbərlik; Belarusian: прароцтва; Bulgarian: пророчество, предсказание; Catalan: profecia; Chinese Mandarin: 預言/预言; Czech: proroctví; Danish: profeti, spådom; Dutch: voorspelling; Finnish: profetia; French: prophétie; Galician: profecía; Georgian: წინასწარმეტყველება; German: Prophezeiung, Weissagung; Gothic: 𐍀𐍂𐌰𐌿𐍆𐌴𐍄𐌾𐌰; Greek: προφητεία; Ancient Greek: εἴρα, θεοπροπία, θεοπρόπιον, μαντεία, ὁ προφητικὸς λόγος, προαγόρευμα, προθέσπισμα, προθεωρία, προκήρυξις, πρόνοια, προνοίη, πρόρρημα, προφητεία, προφήτευμα, προφητικὸς λόγος, φοίβησις, χρησμολογία, χρησμῳδία; Hebrew: נְבוּאָה; Hindi: भविष्यवाणी; Hungarian: jóslat, prófécia; Icelandic: spá; Irish: tairngreacht, fáistine; Italian: profezia; Japanese: 予言; Khmer: ព្យាករណ៍; Korean: 예언; Latin: vaticinium, fatus; Macedonian: пророштво; Malayalam: പ്രവചനം; Maori: kupu whakaari, poropititanga; Ngazidja Comorian: nubua; Norwegian Bokmål: profeti, spådom; Nynorsk: spådom; Old English: wītgung; Ottoman Turkish: پیغامبرلك; Plautdietsch: Profeetie; Polish: proroctwo, przepowiednia; Portuguese: profecia; Quechua: watuy; Romanian: profeție; Russian: пророчество, предсказание; Serbo-Croatian Cyrillic: пророчанство, пророштво; Roman: proročánstvo, pròroštvo; Slovak: proroctvo; Slovene: prerokba; Spanish: profecía; Swahili: utabiri; Swedish: profetia; Tagalog: hawo; Turkish: vahiy; Ukrainian: пророцтво; Vietnamese: tiên tri; Yiddish: נבֿואה