βαθύβουλος
English (LSJ)
ον, deep-counselling, φροντίς A.Pers.142 (lyr.).
Spanish (DGE)
(βᾰθύβουλος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
que reflexiona profundamente φροντίς A.Pers.142.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux pensées profondes.
Étymologie: βαθύς, βουλή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
βαθύβουλος: глубокомысленный, проницательный (φροντίς Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
βαθύβουλος: -ον, ἔχων βαθείας βουλάς, Αἰσχ. Πέρσ. 142.
Greek Monolingual
βαθύβουλος, -ον (Α)
βαθυστόχαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + -βουλος < βουλή < βούλομαι «επιθυμώ μετά από σκέψη, στοχάζομαι» (πρβλ. επίβουλος, σύμβουλος)].