βροτολοιγός

Revision as of 13:08, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

όν, plague of man, bane of men, Ἄρης Il.5.31, al., Od.8.115; of Apollo, Epigr.Gr.1034.29; once in Trag., A.Supp. 665 (lyr.); ἔρως AP5.179 (Mel.).

Spanish (DGE)

-όν
funesto para los mortales epít. de Ares Il.5.31, Od.8.115, Hes.Sc.333, Tyrt.1.47, A.Supp.665, Sch.D.T.234.14, Corn.ND 21, de Eros AP 5.180 (Mel.), 12.37 (Diosc.), de Eris, Timo SHell.795, cóm. de un pederasta o fellator Ar.Fr.969.

German (Pape)

[Seite 465] Menschen verderbend, tödtend, Ares, oft in Il. u. Od. 8, 115; Aesch. Suppl. 665; ἔρως Mel. 50; Diosc. 1 (V, 180 XII, 37).

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
funeste aux mortels.
Étymologie: βροτός, λοιγός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βροτολοιγός -όν βροτός, λοιγός die stervelingen vernietigt.

Russian (Dvoretsky)

βροτολοιγός: губящий людей (Ἄρης Hom., Hes., Aesch.: Ἔρως Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

βροτολοιγός: -όν, ὀλέθριος, φθορὰ τῶν ἀνθρώπων, ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, Ὀδ. Θ. 115, καὶ συχν. ἐν Ἰλ., ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος ἐν Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 1034. 29· ― ἅπαξ παρὰ Τραγ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 665· ἔρως Ἀνθ. II. 5. 180.

English (Autenrieth)

man-destroying; epithet of warriors and of Arcs.

Greek Monolingual

βροτολοιγός, -όν (Α)
ο ολέθριος για τους θνητούς, εκείνος που αφανίζει ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + λοιγός «καταστροφή, φθορά»].

Greek Monotonic

βροτολοιγός: -όν, ολέθριος, η μάστιγα των ανθρώπων, λέγεται για τον Άρη, σε Όμηρ.

Middle Liddell


plague of man, bane of men, of Ares, Hom.