εὐρυμέτωπος

Revision as of 13:22, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ον, broad-fronted, of oxen, Il.10.292, al., Hes.Th.291, Strato Com.1.20.

German (Pape)

[Seite 1095] breitstirnig, Beiwort der Rinder, Hom. Il. 10, 292 Od. 3, 382 u. öfter, u. folgende Dichter, Strato bei Ath. IX, 382 e; vgl. Poll. 2, 43.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au large front.
Étymologie: εὐρύς, μέτωπον.

Russian (Dvoretsky)

εὐρυμέτωπος: широколобый (о быках) Hom., Her.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρυμέτωπος: -ον, ἔχων εὐρὺ μέτωπον, ἐπὶ βοῶν, Ἰλ. Κ. 292, Ὀδ. Γ. 382, κ. ἀλλ., Ἡσ. Θ. 291, Στράβ. παρ’ Ἀθην. 382Ε· ἐπὶ ἀνδρῶν, Τζέτζ. Μεθ’ Ὅμ. 376, 378, 663, πρβλ. μετωπίας.

English (Autenrieth)

broad-browed.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐρυμέτωπος, -ον)
αυτός που έχει ευρύ μέτωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + μέτωπον.

Greek Monotonic

εὐρυμέτωπος: -ον, αυτός που έχει πλατύ μέτωπο, λέγεται για βόδια, σε Όμηρ.

Middle Liddell

εὐρυ-μέτωπος, ον
broad-fronted, of oxen, Hom.