μετωπίας
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
-ου, ὁ, having a broad or high forehead, PPetr.3p.10 (iii B.C.), Poll.2.43, Rhetor.in Cat.Cod.Astr.7.198, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 164] ὁ, mit einer großen Stirn, Poll. 2, 43.
Greek (Liddell-Scott)
μετωπίας: -ου, ὁ, ὁ ἔχων εὐρὺ καὶ ὑψηλὸν μέτωπον, εὐρυμέτωπος, Πολυδ. Β΄, 43.
Greek Monolingual
ο (Α μετωπίας)
αυτός που έχει μεγάλο, ευρύ ή υψηλό μέτωπο, ευρυμέτωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + κατάλ. -ίας (πρβλ. κοιλίας, χειλίας)].