μετωπίας

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετωπίας Medium diacritics: μετωπίας Low diacritics: μετωπίας Capitals: ΜΕΤΩΠΙΑΣ
Transliteration A: metōpías Transliteration B: metōpias Transliteration C: metopias Beta Code: metwpi/as

English (LSJ)

-ου, ὁ, having a broad or high forehead, PPetr.3p.10 (iii B.C.), Poll.2.43, Rhetor.in Cat.Cod.Astr.7.198, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 164] ὁ, mit einer großen Stirn, Poll. 2, 43.

Greek (Liddell-Scott)

μετωπίας: -ου, ὁ, ὁ ἔχων εὐρὺ καὶ ὑψηλὸν μέτωπον, εὐρυμέτωπος, Πολυδ. Β΄, 43.

Greek Monolingual

ο (Α μετωπίας)
αυτός που έχει μεγάλο, ευρύ ή υψηλό μέτωπο, ευρυμέτωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + κατάλ. -ίας (πρβλ. κοιλίας, χειλίας)].