εὔπεπλος

Revision as of 13:25, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

Ep. ἐϋ-, ον, A with beautiful peplos, beautifully robed, of women, Il.5.424, Od.6.49, Hes.Th.273; οὐρανοῦ θυγάτηρ Pi.Pae.Fr. 16.10, cf. B.8.61. II εὔπεπλον, τό, = δαφνοειδές, Ps.-Dsc.4.146.

German (Pape)

[Seite 1087] schöngewandig, Ἀχαιϊάδες, ἀμφίπολος, Il. 5, 424. 6, 372, Ναυσικάα, Od. 6, 49; Δαμάτηρ, Theocr. 7, 32.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au beau voile.
Étymologie: εὖ, πέπλος.

Russian (Dvoretsky)

εὔπεπλος: красиво одетый, нарядный (ἀμφίπολος, εἰνάτερες Hom.; Δαμάτηρ Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔπεπλος: -ον, ἔχων ὡραῖον πέπλον, ὡραῖα ἐνδεδυμένος, ἐπὶ γυναικῶν, Ἰλ. Ε. 424, Ὀδ. Ζ. 49, Ἡσ. Θ. 273, Βακχυλ. 10. 42., 14. 49 (ἔκδ. Blass).

English (Autenrieth)

with beautiful mantle, beautifully robed, Il. 5.424, Od. 6.49.

English (Slater)

εὔπεπλος, -ον with beautiful peplos εὐπέπλῳ θυγατρὶ Μναμοσύνᾳ (ἐυπέπλῳ Π, sed “non nisi ante duas consonantes,” not. Snell) Πα. 7B. 15.

Greek Monolingual

εὔπεπλος, -ον και επικ. τ. ἐΰπεπλος, -ον (Α)
1. (για γυναίκες)
1. αυτή που έχει ωραίο πέπλο
2. (κατ' επέκταση)
ο ωραία ντυμένος, αυτός που έχει ωραία εμφάνιση
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔπεπλον
το δαφνοειδές, μικρός θάμνος με εύοσμα άνθη που χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πέπλος.

Greek Monotonic

εὔπεπλος: -ον, αυτός που είναι όμορφα ντυμένος, καλοντυμένος, σε Όμηρ.

Middle Liddell

εὔ-πεπλος, ον
beautifully robed, Hom.