θηλυκρατής

Revision as of 13:40, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ές, swaying women, ἔρως A. Ch.599(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1207] ἔρως, die Weiber beherrschend, Aesch. Ch. 592.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui commande aux femmes.
Étymologie: θῆλυς, κρατέω.

Russian (Dvoretsky)

θηλυκρᾰτής: властвующий над женщинами (ἔρως Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

θηλυκρᾰτής: -ές, ὁ κυβερνῶν τὰς γυναῖκας, ἔρως Αἰσχύλ. Χο. 600.

Greek Monolingual

θηλυκρατής, -ές (Α)
αυτός που κυβερνά τις γυναίκες («θηλυκρατής έρως», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -κρατής (< κράτος), πρβλ. ακρατής, εγκρατής].

Greek Monotonic

θηλυκρᾰτής: -ές (κρατέω), αυτός που κυβερνά τις γυναίκες, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

θηλυ-κρᾰτής, ές κρατέω
swaying women, Aesch.