λιπαροκρήδεμνος

Revision as of 13:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ον, with bright headband, Il.18.382, h.Cer.25, 459, etc.

German (Pape)

[Seite 50] mit glänzender Hauptbinde: Χάρις, Il. 18, 382; θεαί, p. bei Ath. XV, 682 f; vgl. H. h. Cer. 25. 459; Orph. Arg. 623.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux bandelettes brillantes.
Étymologie: λιπαρός, κρήδεμνον.

Russian (Dvoretsky)

λῐπᾰροκρήδεμνος: с блистающей повязкой на голове (Χάρις Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐπᾰροκρήδεμνος: -ον, ἔχων λαμπρὸν κρήδεμνον (κεφαλόδεσμον), Ἰλ. Σ. 382, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 25. 459, κτλ.

English (Autenrieth)

with shining head-band, Il. 18.382†.

Greek Monolingual

λιπαροκρήδεμνος, -ον (Α)
αυτός που φορά λαμπρό κεφαλόδεσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης-λαμπρός» + κρήδεμνον.

Greek Monotonic

λῐπᾰροκρήδεμνος: -ον, αυτός που έχει λαμπρό κεφαλόδεσμο, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

λῐπᾰρο-κρήδεμνος, ον
with bright head-band, Il.