ξυλήφιον

Revision as of 14:10, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

τό, Dim. of ξύλον, piece of wood, stick, Hp.Steril.230, Alex.98.24, Plb.6.34.9, D.S.4.76:—misspelt ξυλίφιον D.S.l.c. (v.l.), Thom.Mag.p.253 R.; ξυλύφιον v.l. in Suid. s.vv. Διοκλῆς, ὀξύβαφον; ξυλήριον EM611.23.

German (Pape)

[Seite 281] τό, dim. von ξύλον, Stückchen Holz; Alexis bei Ath. XIII, 568 d (v. 24); Pol. 6, 35, 7 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit morceau de bois.
Étymologie: ξύλον, ἅπτω.

Russian (Dvoretsky)

ξῠλήφιον: τό кусочек дерева, щепка Polyb., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλήφιον: τό, ὑποκορ., τοῦ ξύλον, τεμάχιον ξύλου, «ξυλάκι», ῥάβδος, Ἱππ. 682. 44, Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 24, Πολύβ. 6. 35, 7, Διόδ. 4.76· - τὴν λέξιν ταύτην συχνάκις μνημονεύουσιν οἱ γραμμ. ποικιλοτρόπως ἡμαρτημ. - ξυλίφιον, ξυλύφιον, ξυλήριον.

Greek Monolingual

ξυλήφιον, τὸ (ΑΜ, Μ και ξυλάφιον)
μικρό τεμάχιο ξύλου, ξυλαράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + υποκορ. κατάλ. -άφιον / -ήφιον (πρβλ. ξυρ-άφιον)].

Greek Monotonic

ξῠλήφιον: τό, υποκορ. του ξύλον, κομμάτι ξύλου, ξυλάκι, ξυλαράκι, ραβδάκι, σε Πολύβ.

Middle Liddell

ξῠλήφιον, ου, τό, [Dim. of ξύλον
a piece of wood, a stick, Polyb.