φοινικόβαπτος

Revision as of 15:05, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ον, purple-dyed, ἐσθήματα A.Eu.1028.

German (Pape)

[Seite 1296] in Purpur getaucht, gefärbt, Aesch. Eum. 982 ἐσθήματα.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
teint en pourpre.
Étymologie: φοῖνιξ¹, βάπτω.

Russian (Dvoretsky)

φοινῑκόβαπτος: окрашенный в пурпур, пурпурный (ἐσθήματα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

φοινῑκόβαπτος: -ον, ὁ βεβαμμένος εἰς χρῶμα φοινικοῦν, ἐσθήματα Αἰσχύλ. Εὐμ. 1028.

Greek Monolingual

-ον, Α
βαμμένος με πορφυρό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -βαπτος (< βάπτω), πρβλ. κροκό-βαπτος, πορφυρό-βαπτος].

Greek Monotonic

φοινῑκόβαπτος: -ον, βαμμένος σε χρώμα πορφυρό, ἐσθήματα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

φοινῑκό-βαπτος, ον,
purple-dyed, ἐσθήματα Aesch.

English (Woodhouse)

crimson