φιλήρετμος
English (LSJ)
ον, (ἐρετμός) fond of the oar, of the Phaeacians, Od. 8.96, etc.; of the Taphians, 1.181; κυδοιμός Nonn.D.39.214.
German (Pape)
[Seite 1277] ruderliebend, gern das Ruder führend, die Schifffahrt liebend; öfters in der Od., als Beiw. der Phäaken, 8, 96, auch der Taphier, 1, 181.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime la rame.
Étymologie: φίλος, ἐρετμός.
Russian (Dvoretsky)
φιλήρετμος: веслолюбивый, т. е. преданный мореходству (Τάφιοι, Φαίηκες Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλήρετμος: -ον, (ἐρετμὸς) ὁ ἀγαπῶν τὴν κώπην, ἀγαπῶν νὰ κωπηλατῇ, ἐπίθ. τῶν Φαιάκων, Ὀδ. Θ. 96, κλπ. τῶν Ταφίων. Α. 182· φιληρέτμῳ δὲ κυδομῷ Νόνν. Διονυσ. 39. 214. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φιλήρετμοι· φιλόκωποι, φιλοναῦται».
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-ον, Α
(κυρίως για τους Φαίακες) αυτός που αγαπά τα κουπιά, την κωπηλασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἐρετμός «κουπί, κωπηλασία» (πρβλ. ἰσ-ήρετμος). Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
φῐλήρετμος: -ον (ἐρετμός), αυτός που αγαπάει το κουπί, σε Ομήρ. Οδ.