ἀργυρόηλος

Revision as of 15:40, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ον, silver-studded, ξίφος Il.2.45; θρόνος Od.7.162, etc.

Spanish (DGE)

(ἀργῠρόηλος) -ον
tachonado de plata ξίφος Il.2.45, φάσγανος Il.14.405, μαχαίριον Clem.Al.Paed.2.3.37, θρόνος Il.18.389, Od.7.162.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
garni de clous d'argent.
Étymologie: ἄργυρος, ἦλος.

German (Pape)

mit silbernen Nägeln od. Buckeln geziert, Hom. öfters θρόνος ἀργυρόηλος, ξίφος ἀργυρόηλον; φάσγανον ἀργυρόηλον Il. 14.405, 23.807.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠρόηλος: усаженный серебряными гвоздями (θρόνος, ξίφος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρόηλος: -ον, ὁ ἀργυροῖς ἥλοις διαπεπαρμένος, ξίφος ἀργρυλόηλον Ἰλ. Β. 45· θρόνος Ὀδ. Η. 162, κτλ.

English (Autenrieth)

(ἦλος): ornamented with silver nails or knobs, silver-studded; ξιφος, θρόνος, φάσγανον, Il. 2.45, η 1, Il. 14.405.

Greek Monolingual

ἀργυρόηλος, -ον (Α)
ο διακοσμημένος με ασημένια καρφιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ήλος «καρφί»].

Greek Monotonic

ἀργῠρόηλος: -ον, αυτός που έχει καρφωθεί με ασημένια καρφιά, σε Όμηρ.

Middle Liddell

silver-studded, Hom.