ἀσύγχυτος

Revision as of 15:41, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, not confused, ἐπίνοιαι, δυνάμεις, Ph.1.6,434, cf. Plu. 2.735b, Procl.Inst.176; not mingled together, Arr.Epict.4.11.8. Adv. ἀσυγχύτως = without confusion, ib.8.20.

Spanish (DGE)

-ον
I adj.
1 no mezclado confusamente, no confundido ἐπίνοια Ph.1.6, δυνάμεις Ph.1.434, εἰκόνες Plu.2.735b, cf. Procl.Inst.176, Ptol.Harm.10.14, Amph.Seleuc.213, Nemes.Nat.Hom.M.40.593B, Gr.Nyss.Tres dei 43.8, Aristaenet.2.10.17
claro, nítido de la pureza del alma, Arr.Epict.4.11.8.
2 subst. neutr. τὸ ἀσύγχυτον especie de barniz protector Ps.Callisth.3.29B (p.206).
II adv. ἀσυγχύτως = sin confusión πῶς τηρῶ ... ἐπιθέτους ἀσυγχύτως Arr.Epict.4.8.20, cf. Amph.Seleuc.210, Nemes.Nat.Hom.M.40.596A, Gr.Nyss.Ref.Eun.315.2.

German (Pape)

[Seite 379] nicht zusammengeschüttet, unvermischt, Sp., wie Plut. Symp. 8, 10, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non confondu.
Étymologie: , συγχέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀσύγχῠτος: неслитный, разрозненный (ἔναρθροι καὶ ἀσύγχυτοι εἰκόνες Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύγχῠτος: -ον, ὁ μὴ συγκεχυμένος, Πλούτ. 2. 735Β· ὁ μὴ συναναμιχθείς, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 11, 8. - Ἐπίρρ. -τως αὐτόθι 4. 8, 20.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσύγχυτος, -ον) συγχέω
αυτός για τον οποίο δεν μπορεί να γίνει σύγχυση, σαφής, ξεκάθαρος
νεοελλ.
ο ασύγχιστος
αρχ.
ο αμιγής.