ἐξίσωσις
English (LSJ)
[ῐ], εως, ἡ, A equalization, CIG3546.18 (Pergam.); κτημάτων Plu.Cleom.18; πρός τι Id.2.1078a, cf. Aq.Za.4.7. 2 = Lat. peraequatio, Cod.Just.10.16.13 Intr. II filling up, levelling of hollow ulcers, Sor.1.122.
German (Pape)
[Seite 884] ἡ, Ausgleichung, Plut. Sol. 18 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
]action d'égaliser.
Étymologie: ἐξισόω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξίσωσις: εως ἡ уравнивание, распределение поровну Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξίσωσις: -εως, ἡ, τὸ καθιστᾶν τι ἴσον πρὸς ἄλλο, Συλλ. Ἐπιγρ. 3546. 18, Πλουτ. Σόλων 18, κλ. 2) ὁ κατ’ ἀναλογίαν προσδιορισμός, ἐκτίμησις, Βασίλ. IV. 324Α, Ἰουστινι. Κῶδ. 1. 4, 26, § α΄.
Greek Monotonic
ἐξίσωσις: -εως, ἡ (ἐξισόω), εξισορρόπηση, ισοστάθμιση, εξίσωση, σε Πλούτ.