ὑπογελάω
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1212] (s. γελάω), ein wenig lachen, verstohlen lächeln, Plat. Charm. 162 b.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ὑπογελάω: усмехаться, улыбаться Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπογελάω: γελῶ ὀλίγον τι, ὑπομειδιῶ, «χαμογελῶ», Λατινικ. subridere, Πλάτ. Χαρμ. 162Β.
Greek Monotonic
ὑπογελάω: μέλ. ὑπογελάσομαι, χαμογελώ, μειδιώ, Λατ. subridere, σε Πλάτ.
Middle Liddell
fut. ὑπογελάσομαι
to laugh slily, Lat. subridere, subrido, Plat.