улыбаться
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
Russian > Greek
διαγελάω, ἐπιγελάω, ἐμμειδιάω, προσμειδιάω, διαμειδιάω, ἐπιμειδάω, μειδιάω, προσγελάω, ὑπογελάω
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
διαγελάω, ἐπιγελάω, ἐμμειδιάω, προσμειδιάω, διαμειδιάω, ἐπιμειδάω, μειδιάω, προσγελάω, ὑπογελάω