ἐρισμάραγος

Revision as of 17:15, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")

English (LSJ)

[μᾰ], ον, loud-thundering, epithet of Zeus, Hes.Th.815, IGRom.4.360.13 (Pergam.), etc.; θάλασσα Musae.318; ἀστραπή Luc. Tim.1.

German (Pape)

[Seite 1031] sehr tosend, donnernd, Zeus, Hes. Th. 815 u. sp. D., wie Nonn. D. 36, 304; θάλασσα Mus. 318; ἀστραπή Luc. Tim. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au fracas épouvantable.
Étymologie: ἐρι-, σμάραγος.

Russian (Dvoretsky)

ἐρισμάρᾰγος: (μᾰ) оглушительно грохочущий, гремящий (Ζεύς Hes.; ἀστραπή Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρισμάρᾰγος: -ον, ἠχηρῶς βροντῶν ὡς τὸ ἐρίκτυπος, ἐπίθ. τοῦ Διός, Ἡσ. Θ. 815, κτλ.· θάλασσα Μουσαῖος 318· ἀστραπὴ Λουκ. Τίμ. 1.

Greek Monolingual

ἐρισμάραγος, -ον (Α)
1. (για τον Δία) αυτός που βροντά ηχηρά («ἐρισμαράγοιο Διός», Ησίοδ.)
2. (για την αστραπή) («ἐρισμάραγος ἀστραπή», Λουκιαν.)
3. γεν. αυτός που ηχεί δυνατάἐρισμάραγος θάλασσα», Μουσαί.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -σμάραγος (< σμαραγώ «κάνω θόρυβο», πρβλ. ερισφάραγος)].

Greek Monotonic

ἐρισμάρᾰγος: -ον, αυτός που ρίχνει δυνατά αστροπελέκια, βροντερός, λέγεται για τον Δία, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

ἐρι-σμάρᾰγος, ον
loud-thundering, of Zeus, Hes.