ἡμίγυμνος
English (LSJ)
ον, half-naked, Luc.DMar.14.3, Arr.Ind.24.8.
German (Pape)
[Seite 1167] halb nackt, Luc. D. Mar. 14, 3 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié nu.
Étymologie: ἡμι-, γυμνός.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίγῠμνος: полунагой Luc., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίγυμνος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ γυμνός, Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 14. 3, Ἀρριαν. Ἰνδ. 24. 8.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἡμίγυμνος, -ον)
ο εν μέρει γυμνός, μισόγυμνος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ημίγυμνο
η κατάσταση του ημίγυμνου.
Greek Monotonic
ἡμίγυμνος: -ον, μισοντυμένος, ημίγυμνος, σε Λουκ.· ομοίως, ἡμιγύναιος, -ον, σε Σουΐδ.· ἡμίγυνος, -ον, σε Συνέσ.
Middle Liddell
ἡμί-γυμνος, ον
half-naked, Luc.: so ἡμι-γύναιος, ον, Suid.; ἡμίγυνος, ον, Synes.