ὑπένδυμα

Revision as of 17:40, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")

English (LSJ)

ατος, τό, undergarment, AP6.201 (Marc. Arg.), 292 (Hedyl.).

German (Pape)

[Seite 1187] τό, das Unterkleid; χιτῶνος M. Arg. 20 (VI, 201); Hedyl. 2 (App. 28).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vêtement de dessous.
Étymologie: ὑπενδύομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπένδυμα: ατος τό нижняя одежда, белье (λεπτὸν ὑ. χιτῶνος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπένδῠμα: τό, ἐσωτερικὸν ἔνδυμα, Ἀνθ. Παλατ. 6. 201.

Greek Monolingual

-ύματος, τὸ, Α ὑπενδύω
εσωτερικό ένδυμα.

Greek Monotonic

ὑπένδῠμα: -ατος, τό, εσωτερικό ρούχο, ένδυμα, εσώρουχο, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὑπ-ένδῠμα, ατος, τό,
an undergarment, Anth. [from ὑπενδύομαι