νυμφαῖος
English (LSJ)
α, ον, (νύμφη) A of or sacred to the Nymphs, σκοπιαί E.El.447(lyr.); νᾶμα AP14.71; δρυες Tryph.324; νυμφαία λιβάς pure spring water, prob.l. in Antiph.52.13. II νυμφαῖον, τό, sanctuary of the Nymphs, IG 11(2).144A91 (Delos, iv B. C.), CIG4616 (Syria, ii A. D.), Plu.Alex.7, etc.: Boeot. νυνφῆον Schwyzer 485.6 (Thespiae, iii B. C.); esp. fountain with architectural background, Philostr.VA8.12. III ν. πτέρις, = θηλυπτερίς, Dsc.4.185; = δρυοπτερίς, Ps.-Dsc.4.187. [νυμφαῐον is doubtful in E.IT216 (lyr.): fort. νύμφαν.]
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui concerne les nymphes, consacré aux nymphes.
Étymologie: νύμφη.
German (Pape)
den Nymphen gehörig, ihnen heilig; νυμφαίας σκοπιάς, Eur. El. 447; νᾶμα, Ep.adesp. 240 (XIV.71); andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
νυμφαῖος: населенный нимфами или посвященный нимфам (σκοπιαί Eur.; νᾶμα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
νυμφαῖος: -α, -ον, (νύμφη) ὁ ἀνήκων ἢ ἀφιερωμένος εἰς τὰς νύμφας, σκοπιαὶ Εὐρ. Ἑλ. 447· νᾶμα Ἀνθ. Π. 14. 71· νυμφαία λιβάς, καθαρὸν πηγαῖον ὕδωρ, πιθ. γραφὴ ἐν Ἀντιφάνους «Ἀφροδισίῳ» 1. 13. ἔνθα ἴδε Meineke.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α νυμφαῖος, -αία, -ον) Νύμφα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις αρχαίες θεότητες Νύμφες («νυμφαίου νάματος ἁψάμενος», Ανθ. Παλ.)
2. (το ουδ. ως ο υ σ.) το νυμφαίο(ν)
ιερό τών Νυμφῶν, τόπος όπου λατρευόταν οι Νύμφες
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. κρήνη, βρύση, πηγή με αρχιτεκτονικό βάθος
2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Νυμφαῖα
εορτή προς τιμήν τών Νυμφών
3. φρ. α) «νυμφαία πτέρις»
i) το φυτό θηλυπτερίς. ii) το φυτό δρυοπτερίς. β) «νυμφαία λιβάς». πηγαίο, καθαρό νερό.
Greek Monotonic
νυμφαῖος: -α, -ον (νύμφη), αυτός που ανήκει ή είναι αφιερωμένος στις Νύμφες, σε Ευρ., Ανθ.
Middle Liddell
νυμφαῖος, η, ον νύμφη
of or sacred to the nymphs, Eur., Anth.