νυμφαία

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυμφαία Medium diacritics: νυμφαία Low diacritics: νυμφαία Capitals: ΝΥΜΦΑΙΑ
Transliteration A: nymphaía Transliteration B: nymphaia Transliteration C: nymfaia Beta Code: numfai/a

English (LSJ)

ἡ,
A = μαδωνάϊς, yellow water-lily, Nuphar luteum, Thphr. HP9.13.1, Dsc.3.132.
2 white water-lily, Nymphaea alba, ibid.
II pr. n., a name of Ariadne, BMus.Cat.Vasesiii p.234.

Greek (Liddell-Scott)

νυμφαία: ἡ, φυτόν τι ἔνυδρον, nymphaea, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 1. ΙΙ. ὡς κύριον ὄνομα, ὄνομα τῆς Ἀριάδνης, Συλλ. Ἐπιγραφ. 7449.

Greek Monolingual

η (Α νυμφαία)
γένος υδρόβιων διακοσμητικών φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια νυμφαιίδες
αρχ.
ως κύριο όν. ""η Νυμφαία
η Αριάδνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επίθ. νυμφαῖος.

German (Pape)

ἡ, die bekannte Wasserpflanze nymphaea, Theophr., Diosc.