στιχογράφος

Revision as of 18:35, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, verse-writer, App.Anth.5.12.

German (Pape)

[Seite 944] Verse schreibend, der Dichter, Ep. ad. 533 (App. 212).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui écrit des vers, poète.
Étymologie: στίχος, γράφω.

Russian (Dvoretsky)

στῐχογράφος: (ᾰ) ὁ стихотворец Anth.

Greek (Liddell-Scott)

στῐχογράφος: [ᾰ], -ον, ὁ γράφων στίχους, στιχουργός, Ἀνθ. Π. παράρτ. 321.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
αυτός που γράφει στίχους, στιχουργός
νεοελλ.
(με ειρωνική και υποτιμητική σημ.) ασήμαντος ποιητής, στιχοπλόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + -γράφος].

Middle Liddell

στῐχο-γρᾰ́φος, ον, γράφω
writing verse, Anth.