πενθητήριος

Revision as of 18:40, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

α, ον, mourning, of mourning or in sign of mourning, πλόκαμος A.Ch.7; πενθητήριοι βόθροι = trenches in which mourners lay, Ion Trag.54.

German (Pape)

[Seite 555] zum Klagen oder Trauern gehörig; πλόκαμος, Aesch. Ch. 8; βόθροι, Ion trag. bei Plut.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne le deuil, de deuil.
Étymologie: πενθητήρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πενθητήριος -α -ον [πενθητήρ] rouw-, ten teken van rouw.

Russian (Dvoretsky)

πενθητήριος: скорбный (πλόκαμος Aesch.).

Greek Monolingual

-ία, -ον, ΜΑ πενθητήρ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θρήνο, στο πένθοςπλόκαμον... πενθητήριον», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

πενθητήριος: -α, -ον (πενθέω), αυτός που αναφέρεται ή έρχεται ως ένδειξη πένθους, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πενθητήριος: -α, -ον, ὁ εἰς σημεῖον πένθους, Αἰσχύλ. Χο. 8.

Middle Liddell

πενθητήριος, η, ον πενθέω
of or in sign of mourning, Aesch.