χαλκέοπλος

Revision as of 18:55, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

ον, with arms or armour of brass, Δαναοί E.Hel. 693 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1329] mit ehernen Waffen, Eur. Hel. 699.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux armes d'airain, à l'armure d'airain.
Étymologie: χαλκός, ὅπλον.

Russian (Dvoretsky)

χαλκέοπλος: вооруженный медью (Δαναοί Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκέοπλος: -ον, ὁ ἔχων ὅπλα ἢ ὁπλισμὸν ἐκ χαλκοῦ, Εὐρ. Ἑλ. 693.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει χάλκινα όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκε(ο)- (βλ. λ. χαλκο-) + -οπλος (< ὅπλον), πρβλ. εὔ-οπλος, ῥίψ-οπλος].

Greek Monotonic

χαλκέοπλος: -ον (ὅπλον), αυτός που έχει όπλα ή οπλισμό από χαλκό, σε Ευρ.

Middle Liddell

χαλκέ-οπλος, ον, ὅπλον
with arms of brass, Eur.