ἀορτέω

Revision as of 19:00, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

lengthd. form of ἀείρω, found only in aor. 1 part. Pass. ἀορτηθείς = hung up, suspended, AP7.696 (Arch.).

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
colgar, ahorcar ἀορτηθεὶς ἐκ λασίας πίτυος del sátiro Marsias AP 7.696.

German (Pape)

[Seite 273] = ἀείρω, nur ἀορτηθεὶς ἐκ πίτυος, an der Fichte aufgehängt, hangend, Arch. 22 (VII, 696).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
élever, suspendre.
Étymologie: ἀείρω.

Russian (Dvoretsky)

ἀορτέω: поднимать, вешать (τλάμων ἀορτηθεὶς ἐκ πίτυος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀορτέω: ἐκτεταμένος τύπος τοῦ ἀείρω, ἀπαντῶν μόνον κατὰ μετοχ. παθ. ἀορ. α΄ ἀορτηθείς, ἀναρτηθείς, κρεμασθείς, Ἀνθ. Π. 7.6,96.

Greek Monotonic

ἀορτέω: εκτεταμ. τύπος του ἀείρω, μόνο στη μτχ. Παθ. αορ. αʹ ἀορτηθείς, αναρτημένος, αιωρούμενος, σε Ανθ.

Middle Liddell

[lengthened form of ἀείρω, only in aor.1 pass. part. ἀορτηθείς]
suspended, Anth.