ἐποίκτιστος

Revision as of 19:18, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

ον, pitiable, A.Ag.1221.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
digne de pitié, lamentable.
Étymologie: adj. verb. de ἐποικτίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐποίκτιστος: возбуждающий сострадание, душераздирающий Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποίκτιστος: -ον, ἄξιος οἴκτου, ἄθλιος, οἰκτρός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1221.

Greek Monolingual

ἐποίκτιστος, -ον (Α) εποικτίζω
αυτός για τον οποίο νιώθει κανείς οίκτο, ο αξιολύπητος.

Greek Monotonic

ἐποίκτιστος: -ον, αξιολύπητος, θλιβερός, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἐποίκτιστος, ον
pitiable, piteous, Aesch.