σκαιοσύνη
English (LSJ)
ἡ, = σκαιότης (awkwardness, lefthandedness), S. OC 1213 (lyr.).
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
gaucherie, maladresse, grossièreté.
Étymologie: σκαιός.
Russian (Dvoretsky)
σκαιοσύνη: ἡ Soph. = σκαιότης.
Greek (Liddell-Scott)
σκαιοσύνη: ἡ, = τῷ ἑπομ., Σοφ. Ο. Κ. 1213.
Greek Monolingual
ἡ, Α σκαιός
1. έλλειψη ευγένειας και καλής διάθεσης στη συμπεριφορά ενός ανθρώπου, σκαιότητα
2. ανοησία, μωρία
3. ηθική διαστροφή.
Greek Monotonic
σκαιοσύνη: ἡ, = το επόμ., σε Σοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκαιοσύνη -ης, ἡ [σκαιός] domheid.