ὀξυκάρδιος
English (LSJ)
ον, = ὀξύθυμος, A.Th.907 (lyr.), Ar.V.430.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de caractère vif, irascible, emporté.
Étymologie: ὀξύς, καρδία.
Russian (Dvoretsky)
ὀξῠκάρδιος: раздражительный, вспыльчивый Aesch., Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠκάρδιος: -ον, = ὀξύθυμος, Αἰσχύλ. Θήβ. 907, Ἀριστοφ. Σφ. 430.
Greek Monolingual
ὀξυκάρδιος, -ον (Α)
ευερέθιστος, οξύθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + καρδία].