ὀξυκάρδιος

Revision as of 19:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")

English (LSJ)

ον, = ὀξύθυμος, A.Th.907 (lyr.), Ar.V.430.

German (Pape)

[Seite 352] = ὀξύθυμος; Aesch. Spt. 889; Ar. Vesp. 430.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de caractère vif, irascible, emporté.
Étymologie: ὀξύς, καρδία.

Russian (Dvoretsky)

ὀξῠκάρδιος: раздражительный, вспыльчивый Aesch., Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠκάρδιος: -ον, = ὀξύθυμος, Αἰσχύλ. Θήβ. 907, Ἀριστοφ. Σφ. 430.

Greek Monolingual

ὀξυκάρδιος, -ον (Α)
ευερέθιστος, οξύθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + καρδία].

Greek Monotonic

ὀξῠκάρδιος: -ον (καρδία), = ὀξύθυμος, σε Αισχύλ., Αριστοφ.

Middle Liddell

ὀξῠ-κάρδιος, ον, καρδία = ὀξύθυμος, Aesch., Ar.]