τανυῆλιξ

Revision as of 11:15, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ῐκος, ὁ, ἡ, of advanced age, AP5.205 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 1067] ικος, ὁ, ἡ, von langem, hohem Alter, Leon. Tar. 1 (V, 206).

French (Bailly abrégé)

ικος (ὁ, ἡ)
de haute stature.
Étymologie: τανύω, ἧλιξ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνῠῆλιξ: ῐκος adj. большого возраста, древний, по по друг. - большого роста, рослый (Μουσῶν ἐργάτιδες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνυῆλιξ: ῐκος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακροχρόνιον ἡλικία, Ἀνθ. Π. 5. 206.

Greek Monolingual

-ήλικος, ὁ, ἡ, Α
ο προχωρημένης ηλικίας, πολύ γέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- (< αμάρτυρο επίθ. τανύς, βλ. λ. τείνω) + -ήλιξ (< ἧλιξ, -ικος «συνομήλικος»), πρβλ. μεσ-ῆλιξ. Για το θ. του α' συνθετικού βλ. και λ. τάνυμαι.

Greek Monotonic

τᾰνυῆλιξ: -ῐκος, ὁ, ἡ (τανύω), αυτός που έχει παρατεταμένη ηλικία, σε Ανθ.

Middle Liddell

τᾰνυ-ῆλιξ, ῐκος, τανύω
of extended age, Anth.