ἐσφαλμένως
English (LSJ)
Adv., (σφάλλω) erringly, amiss, AP15.38 (Cometas), Sch.Th.1.140.
German (Pape)
[Seite 1045] (σφάλλω), fehlerhaft, unwissend, Schol. Thuc. 1, 140, = ἀμαθῶς, u. Sp.
French (Bailly abrégé)
adv.
d'une manière fautive ou erronée.
Étymologie: ἐσφαλμένος, part. pf. Pass. de σφάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἐσφαλμένως: неправильно, ошибочно Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσφαλμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., ὡς καὶ νῦν, κατὰ λάθος, κακῶς, Ἀνθ. Π. 15. 38.
Greek Monotonic
ἐσφαλμένως: επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ., κατά λάθος, λανθασμένα, σε Ανθ.