και παντούφλα, η
πρόχειρο υπόδημα, μαλακό και άνετο, που φοριέται μέσα στο σπίτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pantofola < ελλ. παντό-φελλος (< παντο- + φελλός). Κατ' άλλη άποψη, η λ. προήλθε από τον τ. πατόφελλος»με πάτο από φελλό». Ο τ. παντούφλα < πιθ. από το γαλλ. pantoufle].
v