χρηστικῶς

Revision as of 09:04, 12 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

French (Bailly abrégé)

adv.
utilement, commodément;
Cp. χρηστικώτερον.
Étymologie: χρηστικός.

Russian (Dvoretsky)

χρηστικῶς: с пользой, на пользу (πρός τινα Plut.).

Translations

usefully

Bulgarian: полезно; Catalan: útilment; Czech: užitečně; Finnish: hyödyllisesti, käytännöllisesti; French: utilement; Greek: χρησίμως, αποτελεσματικά, εποικοδομητικά; Ancient Greek: ἐπωφελῶς, εὐχρήστως, λυσιτελούντως, λυσιτελῶς, ὀνησίμως, προὔργου, συμφερόντως, συμφόρως, χρειωδῶς, χρησίμως, χρηστικῶς, ὠφελίμως; Old English: nytlīċe; Portuguese: utilmente; Spanish: útilmente