κυπρισμός

Revision as of 17:56, 13 April 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ὁ, bloom of the olive or vine, LXX Ca.7.12, Eust.1095.23.

German (Pape)

[Seite 1534] ὁ, die Knospe, Blüte, bes. die weiße des Oelbaums oder des Weinstocks, LXX u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κυπρισμός: ὁ, ἡ ἄνθησις τῆς ἐλαίας ἢ τῆς ἀμπέλου, Ἑβδ. (ᾎσμα ᾈσμάτ. Ζ΄, 12), Εὐστ. 1095. 23.

Greek Monolingual

κυπρισμός, ὁ (Α) κυπρίζω
το άνθος ή η άνθηση της ελιάς ή της αμπέλου («ἴδωμεν εἰ ἤνθησεν ἡ ἄμπελος
ἤνθησεν ὁ κυπρισμός», ΠΔ).