κυπρισμός

From LSJ

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυπρισμός Medium diacritics: κυπρισμός Low diacritics: κυπρισμός Capitals: ΚΥΠΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kyprismós Transliteration B: kyprismos Transliteration C: kyprismos Beta Code: kuprismo/s

English (LSJ)

ὁ, bloom of the olive or vine, LXX Ca.7.12, Eust.1095.23.

German (Pape)

[Seite 1534] ὁ, die Knospe, Blüte, bes. die weiße des Oelbaums oder des Weinstocks, LXX u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κυπρισμός: ὁ, ἡ ἄνθησις τῆς ἐλαίας ἢ τῆς ἀμπέλου, Ἑβδ. (ᾎσμα ᾈσμάτ. Ζ΄, 12), Εὐστ. 1095. 23.

Greek Monolingual

κυπρισμός, ὁ (Α) κυπρίζω
το άνθος ή η άνθηση της ελιάς ή της αμπέλου («ἴδωμεν εἰ ἤνθησεν ἡ ἄμπελος
ἤνθησεν ὁ κυπρισμός», ΠΔ).