λοφώδης

Revision as of 09:19, 25 April 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>Meteor</i>" to "<i>Meteor</i>")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ες, like a ridge, ὄγκος Arist. Mete. 367a4; on a ridge, πόλις Procop. Aed. 5.6.

German (Pape)

ες, hügelig, Arist. Meteor. 2.8.

Russian (Dvoretsky)

λοφώδης: похожий на холм или бугор (ὄγκος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

λοφώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς λόφον, ὄγκος Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 15. 2) ἔχων λόφους, ὀρεινός, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 11, 17.

Greek Monolingual

-ες (Α λοφώδης, -ῶδες) λόφος
1. αυτός που μοιάζει με λόφο («ἐν ταύτῃ ἐξανῴδει τι τῆς γῆς καὶ ἀνῄει οἷον λοφώδης ὄγκος μετὰ ζόφου», Αριστοτ.)
2. ο γεμάτος λόφους («λοφώδης έκταση»)
αρχ.
αυτός που είναι κτισμένος πάνω σε λόφο.