κιονόκρανο

Revision as of 06:36, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")

Greek Monolingual

το (Α κιονόκρανον)
η κεφαλή του κίονα, το κεφάλι της κολόνας, το ανώτατο μέρος του, συνήθως διακοσμημένο, που τοποθετείται στην κορυφή ενός κατακόρυφου στηρίγματος, δηλ. κίονα, ημικίονα, πεσσού, παραστάδας, και το οποίο στηρίζει το επιστύλιο ή το τόξο (α. «κορινθιακό κιονόκρανο» β. «λίθινα κιονόκρανα», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίων + -κρανον (< κρᾶνον [[[πρβλ]]. κρανίον), πρβλ. βούκρανον].