Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ποδάρα
Revision as of 08:20, 8 May 2023 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
η, Ν 1. πολύ μεγάλο πόδι 2.φρ. «απλώνω τις ποδάρες μου» — κάθομαι και αναπαύομαι απλώνοντας τα πόδια κατά τρόπο μη κόσμιο. [ΕΤΥΜΟΛ.<ποδάρι+ μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ.μουλάρα, πιθάρα)].