ξενότροπος

Revision as of 08:50, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

English (LSJ)

ον, gloss on ἑτερότροπος, Sch. Opp.H. 1.379.

Greek (Liddell-Scott)

ξενότροπος: -ον, ὁ ἔχων ξένους τρόπους, Πισίδ. Ἑξαήμ. 422. - Ἐπίρρ. ξενοτρόπως, Θεοδ. Διακ. Ἀκροάσ. 1, 108, Θ. Πρόδρ. ἐν Notices τόμ. 6, σ. 499.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ξενότροπος, -ον)
παράξενος, αλλόκοτος
νεοελλ.
αυτός που συμπεριφέρεται ή γίνεται κατά τον τρόπο τών ξένων.
επίρρ...
ξενοτρόπως και ξενότροπα (Μ ξενοτρόπως)
με παράξενο τρόπο
νεοελλ.
σύμφωνα με τις συνήθειες τών ξένων
μσν.
με θαυμαστό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -τρόπος (πρβλ. ιδιότροπος)].