ραχίτης

Revision as of 15:00, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. ῥαχῑτις, -ίτιδος, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ράχη («ὁ ῥαχίτης μυελός», Αριστοτ.)
2. το θηλ. ῥαχῑτις
βλ. ραχίτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάχις + κατάλ. -ίτης (πρβλ. νεφρίτης)].