ραχίτης

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. ῥαχῑτις, -ίτιδος, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ράχη («ὁ ῥαχίτης μυελός», Αριστοτ.)
2. το θηλ. ῥαχῖτις
βλ. ραχίτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάχις + κατάλ. -ίτης (πρβλ. νεφρίτης)].