σχοινίτης

Revision as of 15:05, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")

German (Pape)

[Seite 1057] ὁ, lem. σχοινῖτις, von Binsen gemacht, καλύβη, Leon. Tar. 91 (VII, 295).

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. σχοινῑτις, -ίτιδος, Α
κατασκευασμένος από σχοίνους ή από βούρλα, σχοίνινος («ἐν καλύβῃ σχοινίτιδι», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα -ίτης / -ῖτις (πρβλ. σεληνίτης)].