συνοριακός

Revision as of 15:05, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σύνορα ή αυτός που βρίσκεται κοντά στα σύνορα, μεθοριακός («συνοριακά φυλάκια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνορο + κατάλ. -ιακός (πρβλ. μεσιακός). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].