τετρακόλουρος
English (LSJ)
ον, quadruply truncated, Nicom.Ar.2.14, Iamb. in Nic.p.97 P.
German (Pape)
[Seite 1098] vierfach abgestumpft, πυραμίς, Nicom. arithm. 2, 14.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για πυραμίδες) ο τέσσερεις φορές κόλουρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + κόλουρος (πρβλ. δικόλουρος)].