δικόλουρος
From LSJ
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
English (LSJ)
δικόλουρον, doubly truncated, πυραμίδες Nicom.Ar.2.14.
Spanish (DGE)
-ον
geom. truncado dos veces πυραμίδες Nicom.Ar.2.14, Ascl.in Introd.2.14.6.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκόλουρος: -ον, δὶς κολοβός, πυραμὶς Νικόμ. Ἀριθμ. σ. 126 Ast.
German (Pape)
doppelt abgestumpft; πυραμίς Nicom. arithm. 2.14.