συνορίτης

Revision as of 15:08, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, θηλ. συνορίτισσα, Ν
1. όμορος, γειτονικός
2. συνοριακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνορο + κατάλ. -ίτης (πρβλ. συντοπίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1750 στον Αλέξ. Καγκελλάρη].