πλευροκοπώ

Revision as of 16:39, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-άω / πλευροκοπῶ, -έω, ΝΜΑ
νεοελλ.-μσν.
επιτίθεμαι από τα πλευρά σε στρατιωτικό τμήμα ή σε οχυρωμένη θέση, προσβάλλω τα πλευρά στρατιωτικού σχηματισμού του εχθρού
αρχ.
χτυπώ κάποιον στα πλευρά («πλευροκοπῶν δίχ' ἀνερρήγνυ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + -κοπῶ (< -κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλοκοπώ, σφυροκοπώ].