πολιρραίστης

Revision as of 16:47, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")

English (LSJ)

ου, ὁ, (ῥαίω) = πτολίπορθος, Lyc.210.

Greek (Liddell-Scott)

πολιρραίστης: -ου, ὁ, (ῥαίω) = πτολίπορθος, Λυκόφρ. 210. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 434.

Greek Monolingual

ὁ, Α
πτολίπορθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + -ρραίστης (< ῥαίω «σπάω, συντρίβω»), πρβλ. λυκορραίστης, μητρορραίστης].

German (Pape)

ὁ, = πολίπορθος, Lycophr. 210.