πολιρραίστης
From LSJ
English (LSJ)
πολιρραίστου, ὁ, (ῥαίω) = πτολίπορθος, Lyc.210.
Greek (Liddell-Scott)
πολιρραίστης: -ου, ὁ, (ῥαίω) = πτολίπορθος, Λυκόφρ. 210. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 434.
Greek Monolingual
ὁ, Α
πτολίπορθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + -ρραίστης (< ῥαίω «σπάω, συντρίβω»), πρβλ. λυκορραίστης, μητρορραίστης].
German (Pape)
ὁ, = πολίπορθος, Lycophr. 210.