στρογγυλοδίνητος

Revision as of 16:48, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")

English (LSJ)

[ῑ], ον, turned into a round shape, rounded, Archestr. Fr.4.11.

German (Pape)

[Seite 955] herum-, im Kreise gedreht, Archestrat. bei Ath. III, 112 a.

Greek (Liddell-Scott)

στρογγῠλοδίνητος: [ῑ], -ον, ἐστραμμένος εἰς σχῆμα στρογγύλον, ἐστρογγυλευμένος, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 112Α.

Greek Monolingual

-ον, Α
συνεστραμμένος σε σχήμα στρογγυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + -δίνητος) < δινῶ < δίνη), πρβλ. ηπιοδίνητος, οιστροδίνητος].